- φυσιογνωμονία
- φυσιογνωμονίᾱ , φυσιογνωμονίαthe sciencefem nom/voc/acc dualφυσιογνωμονίᾱ , φυσιογνωμονίαthe sciencefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσιογνωμονία — η, ΝΑ [φυσιογνωμονῶ] η ικανότητα ή η τέχνη τού να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο από τη φυσική του κατασκευή και, κυρίως, βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων … Dictionary of Greek
φυσιογνωμονίαν — φυσιογνωμονίᾱν , φυσιογνωμονία the science fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιογνωμονίης — φυσιογνωμονία the science fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιογνωμία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο χαρακτηριστικών τού προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση 2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή τής βλάστησης… … Dictionary of Greek
φυσιογνωμονικός — ή, ό / φυσιογνωμονικός, ή, όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική η φυσιογνωμική αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση 2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν τίτλος… … Dictionary of Greek
fisiognomía — ► sustantivo femenino SICOLOGÍA Disciplina que estudia el carácter de la persona mediante los rasgos y facciones de su cara. TAMBIÉN fisiognómica * * * fisiognomía. (Del gr. φυσιογνωμονία, arte de juzgar por el semblante, por el aspecto físico).… … Enciclopedia Universal
φυσιογνωμοσύνη — ἡ, Α [φυσιογνώμων, ονος] φυσιογνωμονία … Dictionary of Greek
fisiognomía — (Del gr. φυσιογνωμονία, arte de juzgar por el semblante, por el aspecto físico). f. Psicol. Estudio del carácter a través del aspecto físico y, sobre todo, a través de la fisonomía del individuo … Diccionario de la lengua española